κιθαριστικός

κιθαριστικός
κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) [κιθαρίζω]
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο τής κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιθαριστικός — skilled in citharaplaying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικόν — κιθαριστικός skilled in citharaplaying masc acc sg κιθαριστικός skilled in citharaplaying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικοῦ — κιθαριστικός skilled in citharaplaying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικῆς — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικῇ — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστική — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικήν — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικῶς — κιθαριστικός skilled in citharaplaying adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαριστικωτέρα — κιθαριστικωτέρᾱ , κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc/acc comp dual κιθαριστικωτέρᾱ , κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”